ἐτνηρός

ἐτνηρός
ἐτν-ηρός, ά, όν, ([etym.] ἔτνος)
A like soup, ἕψημα Phaeniasap.Ath.9.406c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετνηρός — ἐτνηρός, ά, όν (Α) [έτνος] αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • ἐτνηρόν — ἐτνηρός like soup masc acc sg ἐτνηρός like soup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”